μολυβόνερο

μολυβόνερο
το свинцовая примочка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μολυβόνερο" в других словарях:

  • μολυβόνερο — το βλ. μολυβδόνερο …   Dictionary of Greek

  • μολυβδόνερο — και μολυβόνερο, το (φαρμ.) βασικός οξικός μόλυβδος αραιωμένος με νερό, ο οποίος χρησιμοποιείται σε επιθέματα, καθώς και για πλύσεις λόγω τών στυπτικών ιδιοτήτων του …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»